συμμάζωμα

συμμάζωμα
και συμμάζωγμα, το, Ν [συμμαζώ(χ)νω]
το συμμάζεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμάζεμα, το — και συμμάζωμα, το,1. συνάθροιση, σύναξη. 2. τακτοποίηση: Στο σπίτι χρειάζεται λίγο συμμάζεμα. 3. χαλιναγώγηση, συγκράτηση: Είναι πια αδύνατο το συμμάζεμα του γιου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”